- μηλιγγίτης
- οο μηνιγγίτης (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελιγγίτης — και μηλιγγίτης, ο κοινή ονομ. τής νόσου μηνιγγίτιδας … Dictionary of Greek